Αρχική Επιστημονικά άρθρα Επιστημονική ενημέρωση απο την Ελληνική Εταιρεία Λιπιδολογίας

Επιστημονική ενημέρωση απο την Ελληνική Εταιρεία Λιπιδολογίας

από editor
Υπολιπιδαιμική αγωγή σε ασθενείς με επίπεδα LDL-χολ ≥ 190 mg/dL

Πάσχοντες από δυσλιπιδαιμία με πρωτοπαθώς αυξημένα επίπεδα LDL-χολ ≥190 mg/dL εμφανίζουν αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Στην παρούσα ανάλυση αξιολογήθηκαν δεδομένα από τη μελέτη WOSCOPS μια τυχαιοποιημένη μελέτη με χορήγηση 40 mg πραβαστατίνης έναντι εικονικού φαρμάκου σε άνδρες ηλικίας 45 έως 64 ετών. Σε σύνολο 6.595 συμμετεχόντων, 2.560 είχαν επίπεδα LDL-χολ ≥190 mg/dL χωρίς γνωστό ιστορικό αγγειακής νόσου. Εκτιμήθηκε η επίδραση της θεραπείας στην εμφάνιση στεφανιαίας νόσου (ΣΝ) και μειζόνων καρδιαγγειακών επεισοδίων για τα 4,9 έτη που διήρκεσε η μελέτη και στη θνητότητα των συμμετεχόντων στα επόμενα 20 έτη. Φάνηκε ότι σε ασθενείς με LDL-χολ ≥190 mg/dL η χορήγηση υπολιπιδαιμικής θεραπείας οδήγησε σε ελάττωση εμφάνισης ΣΝ κατά 27% και καρδιαγγειακών επεισοδίων κατά 25% κατά τη διάρκεια της μελέτης. Το μακροχρόνιο όφελος της θεραπείας στη συνολική και στην καρδιαγγειακή θνητότητα ήταν 18% και 25% αντίστοιχα σε αυτούς τους ασθενείς. Οι ερευνητές καταλήγουν ότι η χορήγηση στατίνης σε άτομα με επίπεδα LDL-χολ ≥190 mg/dL στο πλαίσιο πρωτογενούς πρόληψης είναι κλινικά επωφελής βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.

(Vallejo-Vaz AJ, Robertson M, Catapano AL, et al. Circulation. 2017;136:1878-1891)

 

Επίδραση Ω-3 λιπαρών οξέων στον καρδιαγγειακό κίνδυνο

Στην παρούσα μετα-ανάλυση αξιολογήθηκαν δεδομένα από 77.917 υψηλού κινδύνου άτομα που συμμετείχαν σε μεγάλες τυχαιοποιημένες μελέτες με χορήγηση ω-3 λιπαρών οξέων με στοχο την ανάδειξη πιθανού καρδιαγγειακού οφέλους. Τελικά σημεία της ανάλυσης ήταν η εμφάνιση θανάτου λόγω στεφανιαίας νόσου (ΣΝ), μη-θανατηφόρο έμφραγμα μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή άλλο μείζον αγγειακό επεισόδιο και η συνολική θνητότητα. Η χορηγηθείσα αγωγή ήταν εικοσαπεντανοϊκό οξύ σε εύρος δόσης 226-1800 mg/ημέρα. Η συμπληρωματική θεραπεία δε φάνηκε να επιδρά ευνοϊκά στα κλινικά τελικά σημεία στους ασθενείς της μελέτης ανεξάρτητα από το ιστορικό ΣΝ, διαβήτη, δυσλιπιδαιμίας ή χρήσης στατίνης. Οι συγγραφείς συμπεραίνουν ότι η συμπληρωματική χορήγηση ω-3 λιπαρών οξέων δεν σχετίζεται με ελάττωση εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβαμάτων ή με ελάττωση της θνητότητας και η χρήση τους σε ασθενείς με ιστορικό ΣΝ δεν υποστηρίζεται βάσει των ευρημάτων.

(Aung T, Halsey J, Kromhout D, et al. JAMA Cardiol. 2018 Jan 31. doi: 10.1001/jamacardio.2017.5205. [Epub ahead of print])

Επίδραση της αλιροκουμάμπης στην εμφάνιση νευρογνωσιακών διαταραχών

Ο αναστολέας της PCSK-9 αλιροκουμάμπη έχει συγκριθεί ως προσθήκη σε θεραπεία με στατίνη σε μελέτες φάσης 2 και 3 με εικονικό φάρμακο και με την εζετιμίμπη. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκαν δεδομένα από 14 μελέτες με συνολικό αριθμό 3.340 συμμετεχόντων σχετικά με την εμφάνιση νευρογνωσιακών διαταραχών. Δε φάνηκε στατιστικά σημαντική διαφορά από τη χορήγηση αλιροκουμάμπης στην εμφάνιση ανεπιθυμήτων διαταραχών από τη νευρογνωσιακή λειτουργία συγκριτικά με το εικονικό φάρμακό ή την εζετιμίμπη σε 104 εβδομάδες θεραπείας κατά μέσο όρο. Η συχνότητα νευρογνωσιακών διαταραχών δε φάνηκε να σχετίζεται με την επίτευξη πολύ χαμηλών επιπέδων LDL-χολ <25 mg/dL σε 839 ασθενείς συγκριτικά με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στις μελέτες. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η χορήγηση αλιροκουμάμπης δεν σχετίζεται στατιστικά με την εμφάνιση αυξημένης επίπτωσης νευρογνωσιακών διαταραχών και ότι τα πολύ χαμηλά επίπεδα LDL-χολ είναι ασφαλή σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, οι ασθενείς όμως χρήζουν μακροχρόνιας παρακολούθησης για να επιβεβαιωθεί η ασφάλεια της θεραπείας.

(Harvey PD, Sabbagh MN, Harrison JE, et al. Eur Heart J. 2018;39:374-381)

Προγνωστική αξία της υπερουριχαιμίας σε ασθενείς μετά από οξύ στεφανιαίο σύνδρομο

Αν και η παρουσία αυξημένων επιπέδων ουρικού οξέος έχει συσχετισθεί στο παρελθόν με την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου, η προγνωστική αξία της υπερουριχαιμίας σε ασθενείς μετά από οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ) δεν είναι τεκμηριωμένη. Στην παρούσα ανάλυση αξιολογήθηκαν δεδομένα από 1.119 ασθενείς που νοσηλεύθηκαν λόγω ΟΣΣ και παρακολουθήθηκαν για 36 μήνες κατά μέσο όρο. Πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι η υπερουριχαιμία σχετιζόταν με αυξημένη επίπτωση καρδιαγγειακών επεισοδίων κατά 36%, καρδιαγγειακού θανάτου κατά 91% και συνολικής θνητότητας κατά 59% στον πληθυσμό της μελέτης. Η προσθήκη των επιπέδων του ουρικού οξέος στην προγνωστική κλίμακα GRACE βελτίωσε τη διαστρωματωση κινδύνου των ασθενών χωρίς στατιστικά σημαντική μεταβολή της περιοχής κάτω από την καμπύλη (AUC). Συμπερασματικά, η παρουσία υπερουριχαιμίας σε ασθενείς που έχουν υποστεί ΟΣΣ σχετίζεται με αυξημένη καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνητότητα.

(Lopez-Pineda A, Cordero A, Carratala-Munuera C, et al. Atherosclerosis. 2018;269:229-235)

Πρωτογενής πρόληψη ασθενών με υπερτριγλυκεριδαιμία που δεν λαμβάνουν στατίνη

Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν ο εντοπισμός ατόμων με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο που δεν είναι υποψήφιοι για χορήγηση στατίνης σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες, ανάλογα με τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων ορού. Αναλύθηκαν δεδομένα από τη μελέτη γενικού πληθυσμού της Κοπενχάγης (58.547 συμμετέχοντες ηλικίας 40-65 ετών χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο, σακχαρώδη διαβήτη ή λήψη στατίνης). Σε παρακολούθηση 456.057 ανθρωπο-ετών καταγράφηκαν 1.770 περιστατικά καρδιαγγειακών επεισοδίων και 734 περιστατικά εμφράγματος μυοκαρδίου. Συγκριτικά με συμμετέχοντες με χαμηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων, αυτοί που είχαν τριγλυκερίδια ≥264 mg/dL εμφάνιζαν αυξημένο 10ετή κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων παρά τη μη ένδειξη για χορήγηση στατίνης σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες (5,7% έναντι 2,8%). Ο κίνδυνος εμφάνισης εμφράγματος μυοκαρδίου σε ασθενείς υποψήφιους για λήψη στατίνης ήταν 3,3%, ενώ σε ασθενείς με υπερτριγλυκεριδαιμία που δεν ήταν υποψήφιοι για λήψη στατίνης 3%. Οι ερευνητές καταλήγουν ότι άτομα με αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων ≥ 264 mg/dL που δεν είναι υποψήφιοι για χορήγηση στατίνης διατρέχουν αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο και προτείνουν το σχεδιασμό μελετών πρωτογενούς πρόληψης με κατάλληλη παρέμβαση σε αυτούς τους ασθενείς.

(Madsen CM, Varbo A, Nordestgaard BG. Eur Heart J. 2018;39:610-619)

Επιμέλεια:

Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος,
Επιστημονικός Συνεργάτης Β’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής,
Π.Γ.Ν.«Αττικόν»

Λ. Ραλλίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

Ι. Λεκάκης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει